- παρήβῳ
- παρήβῳπάρηβοςpast one's prime: masc /fem /neut dat sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
παρηβώ — άω / παρηβῶ, άω, ΝΑ [πάρηβος] περνώ την ακμή τής ηλικίας μου και αρχίζω να γερνώ αρχ. 1. βρίσκομαι στην ακμή τής ήβης 2. μτφ. α) (για τον χρόνο) παρέρχομαι, περνώ β) (για το κρασί) χάνω την δύναμή μου, εξασθενώ, ξεθυμαίνω … Dictionary of Greek
παρήβῳ — πάρηβος past one s prime masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηβάσκω — Α παρηβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρηβῶ + θαμιστικό επίθημα σκω (πρβλ. διδά σκω)] … Dictionary of Greek